“Ευτυχώς τα όνειρα θυμούνται, πως πατρίδα είναι εκεί, που χει ρίζες η καρδιά.”
Το ιστολόγιο αυτό είναι, αφιερωμένο στο Κρυονέρι, την γενέθλια γη των απανταχού Κρυονερίτων…






Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

«Οι μαγικές βέργες του αδερφού μου» της Ζυρράνας Ζατέλη



Άρθρο της εφημερίδας "Το Κρυονέρι" του Λαογραφικού Μορφωτικού Συλλόγου Κρυονεριτών φύλλο 2ο Οκτώβριος 2006.

Παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο
«Οι μαγικές βέργες του αδερφού μου»
της Ζυρράνας Ζατέλη

Η γοητεία από «Τις μαγικές βέργες του αδελφού μου»
   Ο παραπάνω τίτλος ανήκει στο πρόσφατο (2006) και εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη (φιλολογικό όνομα της Α. Καρακόλη ) που γεννήθηκε το 1951 στο Σοχό και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα μας στη δεκαετία του 1980 με συλλογές διηγημάτων. Αργότερα (1993) έγινε πιο γνωστή με το μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες μυθιστόρημα της « Και με το φως του λύκου επανέρχονται »

    Οι ξυλόγλυπτες βέργες του αδερφού της Χρήστου της δίνουν το ερέθισμα να ανασύρει μνήμες που διαπλέκονται με όνειρα και φαντασιώσεις από την παιδική της ηλικία (δεκαετία    ’50 ) στην επαρχία αυτή της Θεσσαλονίκης. Γίνονται αναφορές στη ζωή της οικογένειας στο Σοχό, στον πρώτο κινηματογράφο που είχε ανοίξει ο πατέρας τους στην περιοχή, στα μυστικά και τις λεπτομέρειες των περίτεχνων βεργών΄ των μικρών αυτών έργων τέχνης που με τα σκαλίσματα τους (γεωμετρικά σχήματα, φιδάκια, μάσκες κλπ ) αποκτούσαν για τα παιδιά και τους εφήβους της ευρύτερης περιοχής μιαν αρχέτυπη, τελετουργική - συμβολική διάσταση. Τα «μαγγόπαιδα» του χωριού, κατά την προσφιλή Παπαδιαμάντεια έκφραση, αποκτούσαν μ’ αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να δείξουν το «αντριλίκι» τους και να εισπράξουν μιαν απόδειξη της δεξιοσύνης τους στο βλέμμα και το χαμόγελο των κοριτσιών.

   Η Ζ.Ζ. με το αφήγημα της αυτό, παρά την ψευδαίσθηση μιας ρεαλιστικής γραφής που προκύπτει από μια πρώτη ανάγνωση, δεν μπορεί να ξεφύγει από το μαγικό και ονειρικό κόσμο της φαντασίας που συνυπάρχει στενά με την πραγματικότητα και στο υπόλοιπο έργο της. Δημιουργείται έτσι μια σύνθεση γοητευτική που αποτυπώνει πάνω στις βέργες του αδελφού της το «βαθύ μεράκι τη φαντασία, το ύφος και το τάλαντο» του ανθρώπου που μαζί με την επίμονη προσπάθεια οδηγούν στην τέχνη και γίνονται κατάλληλες για τα μαγικά χέρια ενός «Τειρεσία που ναι μεν αόμματος, αλλά θα μπορούσε να τις διαβάσει καλύτερα από κάθε άλλον».

  Ας μου επιτραπεί και μια προσωπική κατάθεση. Έχοντας κατοικία στο γειτονικό χωριό, το Κρυονέρι, και επισκεπτόμενος συχνά το Σοχό, άρχισα σιγά-σιγά και ανεπαίσθητος - μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ελληνική επαρχία – να τη νιώθω διαφορετικά να προσπαθώ να ανασύρω το σύγχρονο πέπλο και να ανιχνεύω μνήμες και ευαισθησίες που μου έφερε στο κατώφλι του νου η ανάγνωση του μικρού αυτού αφηγήματος. Ίσως έτσι να εξηγείται και η μαγεία της γραφής της Ζ.Ζ., γυναίκας που από «μοιραία κλίση έγινε συγγραφέας», για να μας παρασέρνει σε μια βαθύτερη θέαση του μικρόκοσμού μας.

   Θα ήθελα κλείνοντας να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, όπως γοητευτικά αφηγείται ο Χ. Καρακόλης στην αδελφή του Άννα, που θα θυμίσουν «οικεία καλά» και σε πολλούς παλιότερους Κρυονερίτες: Το βουνό που τους σκεπάζει, οι ρεματιές και τα δέντρα του τους είναι εξάλλου τόσο γνώριμα και έχουν ξοδέψει και αυτοί πιθανόν ως νέοι πολύ χρόνο και μεράκι με τα σουγιαδάκια τους, για να φιλοτεχνήσουν τις δικές τους μαγικές βέργες.
 
  «Η καλύτερη εποχή για να μαζευτούν οι βέργες είναι βέβαια το φθινόπωρο, μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, μα ειδικά για την κρανιά πολύ νωρίτερα, ως τα τέλη Νοεμβρίου, διότι ανθίζει πιο μπροστά και από την αμυγδαλιά, ανεβάζει χυμούς το καταχείμωνο. Εμάς μας ενδιαφέρει να είναι σε ύπνωση το δένδρο, όταν παίρνουμε τις βέργες του, να μην αναπτύσσεται, να έχει κατεβασμένα τα νερά του.»

 «Η καλύτερη ηλικία του κλαδιού είναι τρία ως έξι έτη, ώστε ο φλοιός να μην έχει σκασίματα. Το πάχος του φλοιού ένα ως δύο χιλιοστά για να αποσπάται καθαρά από τον ξυλώδη ιστό… την ιδιότητα αυτή την έχουν τα κλαδιά λίγων δένδρων. Πρώτη και καλύτερη η κρανιά, που δίνει και την πιο γερή, την πιο ανθεκτική βέργα (τα τόξα στην αρχαιότητα τα  έκαναν από κρανιά), ακολουθεί ο μέλιος, που δίνει τις πιο ίσιες βέργες ( από μελιο στην αρχαιότητα ήταν τα ακόντια και οι σάρισες των Μακεδόνων), μετά η τσιποκρανιά, ο σφένδαμος, η κοκκινόφυλλη δαμασκηνιά…»
 
  ‘Το κέντημα της βέργας δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση αλλά και το ψάξιμο του ίσιου κλαδιού δεν πάει πίσω… Όσο για την περίφημη διορία που του δίνουν, ο χρόνος δεν μετριέται από τη στιγμή που θα τις κόψει από το δένδρο… αλλά αφ’ ης στιγμής κάνει επάνω στο φλοιό της την πρώτη χαρακιά, οπότε μπαίνει μπρος και η διαδικασία της στέγνωσης… Δυστυχώς το να τις κεντήσω σημαίνει πως τις πληγώνω κιόλας, δεν γίνεται αλλιώς (και τα δάκτυλα του περιέτρεξαν και θώπευσαν ολόκληρη τη βέργα μ’ έναν τρόπο που ούτε να περιγράψω δύναμαι ούτε να ξεχάσω’.
                 
                                          Σπύρος Μπολέτσης
                                          Φιλόλογος

  



Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

ΕΝΑΣ ΚΡΥΟΝΕΡΙΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ

Άρθρο της εφημερίδας "το Κρυονέρι" του Λαογραφικού Μορφωτικού Συλλόγου Κρυονεριτών φύλλο 2ο Οκτώβριος 2006.
 Επιμέλεια Αλέξανδρος Θ. Χουβαρδάς

Η εφημερίδα «το Κρυονέρι» έψαξε και βρήκε δημοσιεύματα του Νορβηγικού Τύπου τα οποία αναφέρονται στις εκδηλώσεις πανηγυρισμού Ελλήνων μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου από την Ελλάδα. Πρωταγωνιστής των πανηγυρισμών ο Κρυονερίτης επιχειρηματίας μετανάστης Άγγελος Παπαδόπουλος.

Αριστερά: Η εφημερίδα “Dagbladet” της Νορβηγίας στο φύλλο της Δευτέρας 5 Ιουλίου 2004, σχετικά με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από την εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου, δημοσίευσε το παρακάτω ρεπορτάζ. Στο άρθρο της αναφέρεται στο εστιατόριο «Ζορμπάς» του Κρυονερίτη επιχειρηματία Παπαδόπουλου Άγγελου του Γιαννακόπουλου.
«Φανταστική τρελή βραδιά για του Έλληνες όταν ο Άγγελος Χαριστέας σκόραρε στον τελικό με την Πορτογαλία, ο επιχειρηματίας Άγγελος Παπαδόπουλος σκορπούσε σαμπάνια στους γεμάτους ενθουσιασμό Έλληνες, στο εστιατόριο «Ζορμπάς», στο Όσλο.
Πάνω από τη φωτογραφία γράφει: «Ενώ οι Έλληνες πετούσαν στον ουρανό από χαρά στο εστιατόριο «Ζορμπάς», την ίδια ώρα οι Πορτογάλοι έκλαιγαν στο μπαρ «Τενερίφ» του Όσλο.

Δεξιά: Εφημερίδα “VG” της Νορβηγίας της Παρασκευής 2 Ιουλίου 2004. Στον εξωτερικό τοίχο της Νορβηγικής Βουλής, ο Κρυονερίτης Άγγελος Παπαδόπουλος κρέμασε την ελληνική σημαία.
«Βραδιά του Ζορμπά σε όλο το Όσλο. Σχεδόν Αθήνα έγινε το Όσλο λίγα λεπτά μετά την κατάκτηση του τροπαίου, οι Έλληνες σκαρφάλωσαν στους τοίχους της Βουλής της Νορβηγίας – ενώ οι βουλευτές ήταν ακόμα μέσα στη Βουλή – τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της Ελλάδος.»

Την παραμονή των Εκλογών.

 
Άρθρο του Κρυονερίτη Δικηγόρου Φώτη Κ. Μηκερόζη στην εφημερίδα, του Λαογραφικού Μορφωτικού Συλλόγου Κρυονεριτών, "το Κρυονέρι" φύλλο 8ο Οκτώβριος 2007.
         Όταν ένας άνθρωπος δεν συμφιλιώνεται με το παρελθόν του, συνήθως οδηγείται σε ψυχώσεις, ο βαθμός των οποίων είναι κλιμακούμενος. Το ίδιο συμβαίνει και σε συλλογικό επίπεδο. Όταν μία κοινωνία ή ένα έθνος αδυνατούν να συμφιλιωθούν με την ιστορία τους, οδηγούνται σε στρεβλώσεις και θανάσιμες αγκυλώσεις δηλαδή ουσιαστικά, σε συλλογικές ψυχώσεις.  Εγκλωβισμένοι και δέσμιοι του ιστορικού παρελθόντος τους, όσοι δεν κατορθώνουν να το ξεπεράσουν, συνήθως αναπαράγουν τα ίδια λάθη. Έτσι συμπεριφερόμενη μία κοινωνία, μένει στάσιμη. Για να προαχθείς σε οποιοδήποτε επίπεδο, πρέπει να συμφιλιωθείς με το παρελθόν σου και να διδαχθείς νηφάλια από αυτό, για να δημιουργήσεις, μοιραία, πάνω σ΄ αυτό.
         Ο χειρότερος αντίπαλος, στην καθαρτική αυτή προσπάθεια, είναι ο τυφλός φανατισμός.  Οι περισσότεροι πολίτες, είναι δογματικά προσκολλημένοι στις όποιες κομματικές πεποιθήσεις τους. Εντάσσονται σε ένα χώρο είτε γιατί έτσι διδάχτηκαν την ένταξη τους αυτή από το στενό περιβάλλον τους είτε γιατί στη ροή του χρόνου ανέπτυξαν μία καθαρά πελατειακή σχέση με κάποιο, συνήθως μεγάλο και κατά συνέπεια εν δυνάμει εξουσιαστικό, κομματικό μηχανισμό. Λίγοι είναι αυτοί που υποστηρίζουν ένα κόμμα, μικρό ή μεγάλο, από καθαρά πολιτικά κριτήρια και ύστερα από επαγωγικούς συλλογισμούς και με γνώμονα το ατομικό, κοινωνικό και εθνικό συμφέρον τους.
         Ο καλύτερος δε σύμμαχος, στην προσπάθεια αυτή ενός πολίτη, είναι η καθαρή σκέψη. Μόνον με αυτήν είναι δυνατή η καθαρτική αυτοκριτική που οδηγεί στην ορθή κρίση. Η καθαρή σκέψη, απελευθερωμένη από συναισθηματισμούς, δίνει την δυνατότητα στον πολίτη, με τις όποιες δυνάμεις διαθέτει ο καθένας, να αναλύσει τα δεδομένα που του τίθενται και από το προϊόν της ανάλυσης του αυτής, να συνθέσει την τελική του κρίση.
         Το μικρό αυτό άρθρο μου, γράφεται την παραμονή των βουλευτικών εκλογών της 16ης Σεπτέμβρη 2007, όταν δεν γνωρίζω αλλά ούτε και μπορώ να πιθανολογήσω, τον αυτοδύναμο ή μη, νικητή. Ευχόμαστε όλοι, να είναι αυτός που ιστορικά θα αποδειχθεί ως ο καλύτερος για τον τόπο. Γιατί ο αυριανός νικητής, όταν θα περάσει πάνω από τα πεπραγμένα του ο χρόνος και αυτά θα καταστούν Ιστορία, όταν εκ των πεπραγμένων του θα διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα της ζωής μας ως πολιτών και ή θα προαχθούν ή θα μείνουν στάσιμα ή θα πληγούν τα εθνικά μας συμφέροντα, δεν θα είναι αυτοφυής. Εμείς θα τον έχουμε ανεβάσει στον θώκο του.-
                                                                   
                                                                                   Λαγκαδάς 15-9-2007
                                                                                   Φώτης Κ. Μηκερόζης
 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

ΚΡΥΟΝΕΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ... ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΦΙΛΟ.

Επιμέλεια- φωτογραφίες
Αλέξανδρος Θ. Χουβαρδάς

Δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα το Κρυονερι στο 7ο φύλλο Αύγουστος 2007

Ο Γιάννης Κιρκινέζης του Νικολάου, γεννήθηκε στο Κρυονέρι, το 1915 όπου και μεγάλωσε και ακολούθησε όπως πολλοί συγχωριανοί του, τον δρόμο της ξενιτιάς, μεταναστεύοντας στην μακρινή στην Βικτώρια της Αυστραλίας. Το 1971 για πρώτη φορά, μετά τον ξενιτεμό του  επισκέφτηκε, το Κρυονερι και τον φίλο του Αντωνόπουλο Γεώργιο. Όταν επέστρεψε στην Αυστραλία, έγραψε το παρακάτω γράμμα, ύμνο στην αγάπη για την γενέθλια γη και την πραγματική φιλία, περιγράφοντας με μοναδικό τρόπο, τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη του αυτή, αλλά και από της αναμνήσεις που του ξύπνησε η επαφή, με την γη των προγόνων «γύρισα και γονάτισα, στους πατρικούς μου τάφους» και την γενέθλια γη «Το βρήκα όπως τα’ άφησα δεν έχασε τα’ αχνάρια». Το γράμμα του, το παραχώρησε στην εφημερίδα μας, η κόρη του Αντωνόπουλου Γεώργιου κ. Μπίνα την οποία και ευχαριστούμε θερμά. 

4 Ιουνίου 1972
Αγαπητέ κ. Αντωνόπουλε
Μετά της Οικογενείας σας
Καλημέρα σας.

Ω! φίλε Αντωνόπουλε,
στο νου κακό μη βάνεις,
ότι διαβάσεις στα γράψε,
ο φίλος σου ό Γιάννης.


Του τέστ’ ο Γιαννακόπουλος
ο υιός του Κιρκινέζη,
στην άλλη άκρη του ντουνιά,
στα ξένα όπου έζει.


Με νοσταλγία έφτασα,
το εβδομήντα ένα,
στο Κρυονέρι για να ειδώ,
μαζί μ’ αυτό και σένα.

 

Το βρήκα όπως τα’ άφησα
δεν έχασε τα’ αχνάρια
τους λασπωμένους δρόμους του
τές φράχτες με πουρνάρια.

Πενήντα χρόνια πέρασαν
πού το όνομα του φέρει,
από Γκιρμίτς –Κρύα-νερά
και τώρα Κρυονέρι.

Μισόν αιώνα το τζαμί,
είχανε για ναό τους,
τον τουρκικό τον μιναρέ,
για το καμπαναριό τους.

Προσφάτως το κατόρθωσαν
και με πολύ θυσία,
να κτίσουν ωραιότατη,
δική τους Εκκλησία.

Μονάχα του πλατάνου μας
τα φουντωτά κλαδιά του,
που τους θαμώνας χάριζε,
τη δροσερή σκιά του.

Τσακίστηκαν και πέσανε
στον εικοστών αιώνα,
και τον κοσμάκη πύρωσαν
μεσ’ τον βαρύ χειμώνα.


Κι’ αυτό το σιντριβάνι μας
που μέσα είχε πέσει,
ο Ζήσος ο Επίτροπος
το’ χουν αλλάξει θέση.

Που είναι τα πανύψηλα
καβάκια στη σειρά;
όλα τα ξεριζώσανε,
τα ρίξαν στην πύρα.

 

Τα τούρκικα τα μνήματα,
με πεύκα τα φυτέψαν,
και για τους παραθερίστας,
πάρκο τα μετατρέψαν.

Ο Κιρκινέζης πέθανε,
πάει και ο Πουριάζης,
το πάρκο όμως έμεινε,
να κλαίς ν αναστενάζεις.

Διότι η σημερινή,
η δημογεροντία,
για έργα δεν σκοτίζετε,
μονάχα για πρωτεία.

 

Ούτε για παραθεριστάς,
τους καίγετε καρφάκι,
για άρρωστο, για μια γρεά,
να βάλουνε παγκάκι.

Σου έρχεται μα το θεό,
να μην ξαναπατήσεις,
σ’ αυτό το άχρηστο χωρίο,
ούτε στιγμή να ζήσεις.

Τη κι αν’ ασπρίσουν τα μαλλιά
και το κορμί κυρτώνει,
από το πεπρωμένο του,
κανένας δεν γλυτώνει.

Ήταν της τύχης μου γραπτό,
στη ξενιτιά να ζήσω,
χωριό, αδέλφια, συγγενείς,
και φίλους να αφήσω.

Χρόνια περάσανε πολλά,
με γκρίζους πια κροτάφους,
γύρισα και γονάτισα,
στους πατρικούς μου τάφους.

Πήγα στα μέρη που μικροί,
παίξαμε τα κλεφτάκια,
περπάτησα μεσ’ τα γνωστά
δρομάκια και σοκάκια.

Όταν θυμάμαι τα παλιά
τα όμορφα τα χρόνια,
όλος ο κόσμος γλένταγε
επάνω στα αλώνια.

Με κεμεντζέδες και βιολιά,
λατέρνες και νταούλια,
μικροί μεγάλοι χόρευαν,
με γέλια με τραγούδια.

 
Και τώρα στα γεράματα
όσα κι αν έχω δίνω,
τον Θεολόγο για να ειδώ,
να παίξει το κλαρίνο.

Τές χάντρες του κομπολογιού,
μετρώντας κάθε μέρα,
με φέρνουν στην ανάμνηση,
κείνη την Άγια μέρα.


Μαζί με την Συμβία μου,
μέσα στο μαγαζί σου,
και αργότερα στο σπίτι σου,
καθίσαμε  μαζί σου.

Τότε που με το δώρισες,
τούτο το κομπολόγι,
το πήρα με συγκίνηση,
γιατί υπήρχαν λόγοι.

Για την παλιά φιλία μας,
προ του πολέμου χρόνια,
που τραγουδούσαμε μαζί,
στου Χουβαρδά τ’ αλώνια.

 
Για μια αιθέρια ύπαρξη,
που ήταν το όνειρο σου,.
και τώρα ζει και βρίσκεται,
πάντοτε στο πλευρό σου.

 

Φίλε θυμήσου τα παλιά,
ένα λεπτό και μόνον,
να δεις πως τα μετέβαλε,
το πέρασμα των χρόνων.

Αν ίσως και συγκινηθείς,
και ρίξεις κανά  δάκρυ,
θάσε σε μια γωνιά της Γης,
και γω στην άλλη άκρη.

Κι αν μας χωρίζει πέλαγος,
και θάλασσα τρανή,
τους παιδικούς τους φίλους,
κανείς δεν λησμονεί.

Αρρώστησα δεν μπόρεσα,
να σ’ αποχαιρετήσω,
και για το κομπολόγι σου,
να σε ευχαριστήσω.

Γι’ αυτό σε γράφω σήμερα
μη με παρεξηγήσεις.
κι αν έχεις ευχαρίστηση,
μπορείς να μ’ απαντήσεις.

Φίλτατε Αντωνόπουλε,
λοιπόν και τώρα γεια σου,
τα δέοντα στην σύζυγο,
και σ’ όλα τα παιδιά σου.

Επίσης χαιρετίσματα,
πολλά απ’ ολονούς μας,
στους συγγενείς στους φίλους μας,
σ’ όλους τους χωριανούς μας.

Σας χαιρετώ μ’ εκτίμηση,
στην παλαιά φιλία,
εγώ ο Γιαννακόπουλος,
από την Αυστραλία.