"Οι κάτοικοι του, αγνοί, τίμιοι ξωμάχοι, ολημερίς με
τον ιδρώτα τους δουλεύουν και καρποφορούν το χώμα του τόπου τους. Τους
αδελφώνουν τα ίδια προβλήματα, η ίδια απασχόληση για την πάλη της ζωής. Χωρίς
μεγάλα μέσα, παλεύουν τις δύσκολες καιρικές και οικονομικές συνθήκες που τους
περιζώνουν. Είναι εργατικοί, φιλάνθρωποι, φιλειρηνικοί, αλληλέγγυοι, βαθειά
θρησκευόμενοι και αγνοί πατριώτες. Έχουν
καθαρή συνείδηση, σαν το διάφανο αέρα που έρχεται από τις γύρω βουνοκορφές και
εμποδίζει κάθε ηθική σήψη και κάθε ψυχικό εκφυλισμό. Η καρδία τους είναι
καλόβολη και ντόμπρα μ΄έναν παιδικό συναισθηματισμό. Ζώντας μέσα στη
φυσιοκρατική πανδαισία, η ψυχή τους ξαναγεννιέται. Εδώ ξεχνούν το φθοροποιό
έργο του σύγχρονου ψευτοπολιτισμού και αναπνέουν ελεύθερα, μακριά από το
καρκινογόνο «μπέντζαμιν» των πόλεων". Έτσι περιγράφει τους κατοίκους του
Κρυονεριου η Αείμνηστη δασκάλα Δέσποινα Γλαρού, από την Ικαρία, που ήρθε στο
Κρυονερι ως νεαρή δασκάλα στο δημοτικό σχολειό του χωριού, αγάπησε το Κρυονερι
και τους ανθρώπους του και αγαπήθηκε από αυτούς, παντρεύτηκε τον Κρυονερίτη
Παπαδόπουλο Δημήτριο και έζησε στο Κρυονέρι έως τον θάνατο της.
Η ιστορία του σύγχρονου οικισμού του Κρυονερίου ξεκινάει τον
Οκτώβριο του 1922 όταν μετά τη μικρασιατική
καταστροφή, εγκαταστάθηκαν αρχικά 170 οικογένειες προσφύγων
από τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης, 90 οικογένειες από το Ιντζέκιοϊ ή
Λεπτοχώρι, και άλλες 80 περίπου από τα χωριά, Κασταμπολη, Σιμιτλί, Αράπ Χατζή,
Αλμαλί και το Καρατζάκιοϊ . Ένα περίπου χρόνο μετά στις 8 Σεπτεμβρίου του 1923 ξεκίνησε
με την εγκατάσταση των πρώτων είκοσι οικογενειών, από το Τσαρίκ-Τσιχαράν, η
εγκατάσταση 90 περίπου οικογενειών από
τον Πόντο της Μικράς Ασίας λίγες από τα χωριά Αγιαντών, Τάραχτα, Κατράν,
Καραντζά, Ερικ-Πετα, Γιατμίς, Τσιουράν, αλλά κυρίως από το Τσαρίκ-Τσιχαράν (50
οικ.) . Έζησαν, αδελφικά και φιλικά, μαζί με τους Τούρκους περίπου
για έναν χρόνο ωσότου αποχωρήσουν μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης και τη συμφωνία για
την ανταλλαγή των πληθυσμών, από το φθινόπωρο του 1923 έως την άνοιξη
του 1924, αποχώρισαν και οι τελευταίες από τις 200 περίπου οικογένειες Τούρκων
που εγκαταστάθηκαν στα χωριά Οζλούς και Ντερέκιοϊ της Προύσας. Αργότερα, εγκαταστάθηκαν
στο χωριό και λίγες οικογένειες Βλάχων που ζούσαν στην περιοχή, ενώ ο πληθυσμός
του χωριού συμπληρώθηκε τις δεκαετίες του ΄50 και ΄60 με λίγες οικογένειες
Ποντίων από το εγκαταλειμμένο σήμερα, χωριό Νέα Σεβάστεια.
Αλέξανδρος Θ. Χουβαρδάς