“Ευτυχώς τα όνειρα θυμούνται, πως πατρίδα είναι εκεί, που χει ρίζες η καρδιά.”
Το ιστολόγιο αυτό είναι, αφιερωμένο στο Κρυονέρι, την γενέθλια γη των απανταχού Κρυονερίτων…






Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

ΙΝΤΖΕΚΙΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ Γραφει ο Αλέξανδρος Θ. Χουβαρδας.



     Είναι πολύ όμορφο να ζούμε το παρόν και να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία. Είναι όμως πάντα απαραίτητο να στρέφουμε το βλέμμα μας και προς τα πίσω, να μαθαίνουμε το παρελθόν μας και να γνωρίζουμε τις ρίζες μας, αν θέλουμε να ξέρουμε "ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια και πού βαδίζουμε". Γιατί λαός που παραμελεί την Παράδοσή του και ξεχνά τις ρίζες του χάνει κάποτε και την ταυτότητά του.

       Το Ιντζέκιοϊ σκαρφαλωμένο στις Β.Δ. πλαγιές του Ιερού Όρους και σε απόσταση δύο περίπου ωρών από την κορυφή του, ήταν ένα από τα ορεινά χωριά των Γανοχώρων, το οποίο μαζί με την Καστάμπολη, που ήταν δυτικότερα και το Σιμιτλή ανατολικότερα, αποτελούσαν τον από βορρά προμαχώνα όλης εκείνης της ελληνικής περιοχής κτισμένο σε ύψος περίπου 300 μέτρων, ήταν στραμμένο προς τα βορειοδυτικά και είχε εκτεταμένη θέμα προς όλη σχεδόν την πεδινή και λοφώδη Θράκη, μέχρι το ποταμό Έβρο και την Ανδριανούπολη. Νοτιότερα του ήταν η πιο ψηλή κορυφή του Ιερού Όρους που την λέγανε ΄΄Πύργος΄΄ οι Τούρκοι ΄΄Μπακατζάκ΄΄. Η ανάβαση από το χωριό μέχρι την Κορυφή αυτή διαρκούσε δύο περίπου ώρες από δύσβατα, ανηφορικά και δασωμένα μονοπάτια.

Πότε ακριβώς κτίστηκε το Ιντζέκιοϊ, δεν είναι γνωστό.

      Για την ίδρυση του Ιντζέκιοϊ ήταν γνωστή η εξής παράδοση: στα μετά από την Άλωση χρόνια στο χώρο εκείνο υπήρχε ένα μικρό χωριό που το λέγανε ΄΄Γενιτζέκιοϊ΄΄ το κατοικούσαν λίγες τουρκικές οικογένειες, προερχόμενες από κάποιον Τούρκο πεταλωτή αλόγων, στον οποίο είχαν δοθεί σημαντικές αγροτικές εκτάσεις, κοντά σε δασώδεις περιοχές του Ιερού Όρους.
Ο Τούρκος αυτός με μερικούς συγγενείς του και λίγους Χριστιανούς δουλοπάροικους, ίδρυσε τον μικρό εκείνο συνοικισμό, ερείπια του οποίου με τα θεμέλια του τζαμιού, δύο βρύσες, νεκροταφείο και ένας μικρός Τεκές, με τον τάφο του πεταλωτή – τσιφλικά, σώζονταν μέχρι τα τελευταία χρόνια. Κάθε Τούρκος που περνούσε από τον Τεκέ αυτόν, έμπαινε μέσα και προσευχόταν στον τάφο του ιδρυτή του χωριού. Τα γύρω από τον Τεκέ χωράφια είχαν δοθεί στον Ιντζεκιώτη Σγουρομάλλη και στα παιδιά του, με την υποχρέωση να ανάβουν κάθε Παρασκευή ένα χοντρό κερί στον τάφο του πεταλωτή ιδρυτή.
     Μετά το 1650 έτος έκδοσης του σουλτάνου Μαχμούτ του Χάτι – Σερίφ, με το οποίο διατασσόταν η απελευθέρωση όλων των Χριστιανών από την δουλεία, στην οποία είχαν υποβληθεί επί δύο περίπου αιώνες μετά την Άλωση, απελευθερώθηκαν οι λίγες Χριστιανικές οικογένειες και έκτισαν δικά τους σπίτια, σ΄ ένα δασωμένο λόφο. Έτσι ιδρύθηκε ο πρώτος Ελληνικός συνοικισμός από δέκα περίπου οικογένειες, οι οποίες, μια και δεν είχαν δική τους καλλιεργήσιμη γη, επιδόθηκαν στην εκχέρσωση εδαφών, στην κτηνοτροφία και μερικοί στο πλανεμπόριο. Οι πλανέμποροι αυτοί, οι γνωστοί αργότερα σ΄ όλα σχεδόν τα Γανόχωρα "Γιαλελήδες", πηγαίνανε στη Ραιδεστό, αγοράζανε διάφορα αποικιακά, τα οποί μεταφέρανε με τα ζώα τους στα Τουρκοχώρια και τσιφλίκια των Μπέηδων, όπου τα ανταλλάσσανε με γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, τα οποία μετέφεραν και πουλούσαν στην αγορά της Ραιδεστού, για να προμηθευτούν άλλα και ακολουθήσουν πάλι την ίδια διαδικασία. Και όσο περνούσαν τα χρόνια μεγάλωνε, η δραστηριότητα των πλανέμπορων. Μεγάλωνε πέρα από την περιοχή των Γανοχώρων και κάλυπτε σχεδόν όλη τη Θράκη, μέχρι και την Ανδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησίες, πλουτίζοντας με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες κάτοικοι και αυξανόμενοι αριθμητικά, κατάφεραν τελικά και τα κτήματα των Τούρκων να αποκτήσουν, είτε με ελεύθερη πώληση, είτε με αναγκαστική, ύστερα από δανεισμούς που τους κάνανε με τόκο για να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν το χωριό και να εγκατασταθούν στα δυτικότερα Τουρκοχώρια, όπου τους δόθηκαν άλλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. 
      Η τελευταία Τουρκική οικογένεια εγκατέλειψε το Ιντζέκιοϊ το 1855 και από τότε το χωριό έμεινε Ελληνικό μόνο. Οι κάτοικοί του επιδόθηκαν με ζήλο στην καλλιέργεια της γης και στην κτηνοτροφία, μιας και είχαν αποκτήσει μεγάλες εκτάσεις γης. Μετά το Νοέμβριο που τελείωνε η σπορά των σιτηρών, οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με το πλανεμπόριο μέχρι του Αγίου Γεωργίου, ημερομηνία η οποία σ΄ όλη σχεδόν τη Θράκη θεωρείται σαν αφετηρία των θερινών γεωργικών και τυροκομικών εργασιών, όπως η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, αποτελούσε το τέρμα τους. Κατά τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο, όλοι σχεδόν οι Ιντζεκιώτες βρισκόταν στο χωριό, για το αλώνισμα των σιτηρών, που γινόταν με τις γνωστές "Ντουκάνες", που τις έσερναν ένα ή δύο άλογα ή βόδια. Οι εργασίες αυτές του θερίσματος, αλωνίσματος, μεταφορά και εναποθήκευσης των σιτηρών και ζωοτροφών, της ξυλείας, από τα γειτονικά δάση και μεταφοράς καυσόξυλων για τον χειμώνα, τελειώνανε συνήθως στις αρχές Σεπτεμβρίου, οπότε οι ασχολούμενοι με το πλανεμπόριο "Γιαλέληδες", ξανάρχιζαν τα ταξίδια τους, ώσπου να έρθει η εποχή της σπορά, όπου γυρίζανε, έσπερναν και έπειτα συνέχιζαν το πλανεμπόριο τους, μέχρι την εορτή του Αγίου Γεωργίου.
      Ο πρώτος συνοικισμός των δέκα οικογενειών του 1650, μέσα σ΄ ένα αιώνα τριπλασιάσθηκε και το χωριό πήρε με τον καιρό το όνομα ΄΄Ιντζέκιοϊ΄΄ αν και μέχρι τέλους, φερόταν στους Τούρκικους φορολογικούς καταλόγους με το όνομα ΄΄Γενιτζέκιοϊ΄΄. Το 1850 είχε φθάσει τις εκατό οικογένειες και κατά τον πρώτο διωγμό του 1914, κατά τον οποίο οι Ιντζεκιώτες κατέφυγαν στην Ελλάδα, αριθμούσε τις 300 οικογένειες, με πληθυσμό γύρω στις 1.600 ψυχές.
      Η τοποθεσία, στην οποία κτίστηκε το Ιντζέκιοϊ, ήταν μια αντηρίδα, του Ιερού  όρους με έκταση πέντε περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων. Περιβρέχονταν από τη βορινή και νότια πλευρά της από μικρούς ποταμίσκους που κατέβαιναν από ψηλά και ενώνονταν στην δυτική πλευρά της. Σχηματίζονταν έτσι, ένα κάπως ακανόνιστο ορθογώνιο, στο μέσο του οποίου, σε έκταση ενός περίπου τετραγωνικού χιλιομέτρου, απλωνόταν το χωριό.  Στα ποταμάκια, που έτρεχαν συνέχεια ολοκάθαρα δροσερά νερά, λειτουργούσαν διάφοροι νερόμυλοι, στους οποίους έφερναν για να αλέσουν το σιτάρι ή κριθάρι τους, οι κάτοικοι των γειτονικών Ελληνικών και Τουρκικών χωριών.
Τις όχθες των ποταμιών εκείνων έσκιαζαν πελώρια αιωνόβια δέντρα.
Η τοποθεσία του χωριού ήταν γεμάτη φυσικές ομορφιές, ψηλότερη από όλα τα χωριά της δυτικής πλευράς του Ιερού  Όρους. Πολλές κρήνες έδιναν στο χωριό άφθονο νερό, το οποίο διοχετεύονταν από μια πηγή του  όρους, στη θέση ΄΄Πουρνάρι΄΄ με υδραυλικά έργα, που είχαν κατασκευάσει με προσωπική τους εργασία οι κάτοικοι του χωριού. Το χωριό είχε τέσσερις πλατείες, από τις οποίες στην κεντρική βρισκόταν το Δημοτικό σχολείο Αρρένων, το Χάνι (Ξενώνας), τα παντοπωλεία και καφεποτοπωλεία, η Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και η μεγάλη βρύση με άφθονο και εξαιρετικό νερό. Στις πλατείες αυτές και ιδιαίτερα στην κεντρική, γινόταν οι χοροί στις πανηγυρικές ημέρες των Χριστουγέννων, της Αποκριάς, του Πάσχα, της Παναγίας.
      Φημισμένο και υγιεινότατο ήταν το κλίμα του Ιντζέκιοϊ. Η ψηλή τοποθεσία τους, τα υπερκείμενα δάση Φιλύρων και άλλων δέντρων καθιστούσαν τον αέρα πλούσιο σε οξυγόνο και χωρίς υγρασία. Ούτε κουνούπια, ούτε ελονοσία, που μάστιζαν άλλες περιοχές Θράκης. Είχε επίσης, η περιοχή άφθονο νερό, το οποίο έτρεχε ελεύθερα, χωρίς τη βοήθεια τελμάτων, λόγω της φυσικής κλίσης του εδάφους. Οι κάτοικοι σηκώνονταν το πρωί με το κεφάλι ελαφρύ και εύθυμη διάθεση.
Πλησιεστέρη προς το χωρίο ελληνική κωμόπολις ήταν το Μυριόφυτο, με πληθυσμό 1500 oικoγενειών. Τα γύρω  χωρία ήταν:  το Σιμιτλή 5 χλμ. η Καστάμπολις 6,5 χλμ. το Αράπ-Χατζη 6,5 χλμ. το Σχολάρι 10 χλμ. το Ναϊπκιοϊ 15 χλμ.
      Το κλίμα είναι υγιεινό και τα νερά άφθονα. Οι σπουδαιότερες πηγές ήταν, το Γιαταγάνι, του Κ(ω)φου το μνήμα και το Καρά - Μ π ο υ ν ά ρ, που βρίσκονταν σε απόσταση 3 χλμ. περίπου από το χωρίο. Απο την τελευταία αύτη πηγή υδρευόταν το χωρίο. Βρύσες εντός αυτού ήταν του Μπαλτά, της Αγοράς με 4 κρουνούς και άλλες 5 εις διάφορα σημεία του χωρίου.


Ενδυμασία

     Οι άνδρες φορούσαν (Φέσι, αμπαν με μαύρα γαϊτάνια, μαύρο ζουνάρι στην μέση, εις το κάτω μέρος του σώματος ποτούρια και στα πόδια κουντούρια οι δε γυναίκες τσεμπέρι, μπλούζα και βράκα και τον χειμώνα επιπλέον το κοντογούνι.

Ο Ιντζεκιώτης προύχοντας
 Χατζηαναγνώστου Παναγιώτης 
Γνωστές οικογένειες

Γνωστές οικογένειες ήταν του Αθανασιου Ντουφεξή, του Χ" Σάββα, του Νικολάου Παπανικολάου, του Παναγιώτη Χ" Άναγνώστου, του Δημητρίου Κοπάνου, του Βαή Φυλακτού, του Άναγνώστου Θεοδούλη, του Νικολάου Πουριάζη, του Δημητρίου Μητάκου, του Ιωάννου Σαλαμπά, του Νικολάου Ταβλαρίου κ.α. οι περισσότεροι κάτοικοι μετέβαιναν εις Ουζούν - Κιοπρου, Καλλίπολιν και σε άλλα μέρη της Θράκης, όπου εργάζονταν στα τυροκομεία προς παρασκευή κασεριών.
Ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, υπαγόμενοι στην Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, και είχαν δύο εκκλησίες, οι οποίες τιμόταν με το όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στην περιοχή του χωρίου υπήρχε  και η Μονή των Μακκαβαίων, ή οποία είχε αρκετούς καλόγερους και ήταν πλούσια σε κτήματα. Στην μονή αύτη την 1ην Αυγούστου γινόταν πανηγύρι, στο οποίο συνέρρεε πολύς κόσμος από τα γύρω χωρία. Υπήρχαν επίσης πολλά παρεκκλήσια, π.χ. της Αγίας Παρασκευής με άγιασμα, του 'Αγίου Ελισαίου, της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου 'Ιωάννου, του Αγίου Κωνσταντίνου κ.α.

Οι οικίες του χωριου

Οι περισσότερες οικίες του 'Ιντζεκιοϊ ήταν διώροφες, λιθόκτιστες μέχρι το πρώτο πάτωμα και στην συνέχεια ξυλόπηκτες κατά το αντισεισμικό σύστημα του τσατμά, διότι η περιοχή  του Γάνου είναι εξαιρετικά σεισμόπληκτη. Ή στέγη τους ήταν τετράριχτη, σκεπασμένη με τούρκικα  κεραμίδια. Οι αυλές ήταν μεγάλες και κάποτε ή έκταση τους έφθανε τα δύο στρέμματα. Εντός των αυλών υπήρχαν χωριστοί αχυρώνες.

Κύρια γεωργικά προϊόντα

       Κύρια γεωργικά προϊόντα του τόπου ήταν το σιτάρι, το κριθάρι, τα σταφύλια, ο κανναβόσπορος, καθώς και το φλαμούρι, το οποίον ήταν εκλεκτό. Οι κάτοικοι έκαναν ακόμη εμπόριο καυσόξυλων και κάρβουνων, τα οποία πουλούσαν στην  Ραιδεστό και στα Γανόχωρα. Στο 'Ιντζεκιοϊ υπήρχε  επίσης και μικρή βιοτεχνική κίνηση. Υπήρχαν 4 μπατάvια, δηλ. εργαστήρια κατασκευής σαγιακιών (Αθαν. Mαραγκινoύ, Ιωάν. Κιοσέ, Ιωάν. Σγουρομάλλη και Αθ. Βερνέζη), 4 ανεμόμυλοι (Χαραλ. Φιλητού,  Χ" Γιώργη, Χ" 'Αναγνώστου, 'Αντ. Καϊκλή και Γ. Γιατράκη), 3 σησαμελαιοτριβεία (Αθανασ. Ντουφεξή, Στάθη Αργυράκη και Δημ. Ντουφεξή, 2 κηροπλαστεία (Κ. Νταλαμπούρα και Κ. Χ" 'Αναγνώστου),ένας μεγάλος ανεμόμυλος, του Αθ. Ντουφεξή, 3 άμβυκες (Κ. Νταλαμπούρα, Μαν. Κομπά και Γ. Γαλάζου), και πολλοί νερόμυλοι (Π. Χ'" Αναγνώστου, Μαν. Κομπά, Άθ. Κεραμιδά. Άντ. Χρυσοστόμου, Στάθη Άργυράκη, Νικ. Μπαράκου Νικ. Μονεμβασιώτη, Γ. Χ" Γεωργίου κ.α.).

Η κτηνοτροφία

     Η κτηνοτροφία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη κυρίως σε αιγοπρόβατα.
Μεγάλοι κεχαγιάδες του χωρίου ήταν ο Γεώργιος Γιαμαλής με 700 γίδια, ο Θωμάς Φανούλης με 600 γίδια και 150 πρόβατα, ο Κωνσταντίνος Μπαλτάς με 500 γίδια και 100 πρόβατα, ο Ιωάννης Αλτής με 700 πρόβατα, ο Γιάννης Μικερόζης με 150  πρόβατα κ.α. Το χωριό είχε συνολικά  2000 μεγάλα ζώα (αγελάδες κ.λ.π.), και 300 άλογα, τα οποία έβοσκαν  στους μεράδες Καραμπουνάρια, Βρωμόβρυση, Μπικέρ-Όντάς, Χαροκόπι, Μαυρίτσι, Σικλοϋ-Ντερέ, Kρανιές και επάνω εις το Μπακατσάκ (Ίερον 'Όρος) στην Θέση Γιαταγάνια, όπου υπάρχουν άφθονα νερά.

Ιντζεκιώτες έμποροι.


      Εκτός από το πλανεμπόριο, που ασκούσαν οι προαναφερθέντες "Γιαλέληδες" στις γειτονικές περιοχές, οι Ιντζεκιώτες ανέπτυξαν εμπορική δραστηριότητα και στην εμπορία πολλών γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων, όπως το μέλι (που παρήγαγε άφθονο η Θράκη) και ο μελισσόκηρος, τα αυγά, τα ακατέργαστα προβατοδέρματα και κατσικοδέρματα, τα τυροκομικά προϊόντα, τα νηστίσιμα τρόφιμα της Σαρακοστής κ.α.

Η εγκατάσταση στην Ελλάδα

       Οι κάτοικοι κατόπιν των τρομοκρατικών μέτρων των Τούρκων κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο αναγκάσθηκαν ν' αναχωρήσουν, εν σύνολο 1980 ψυχές, από την πατρίδα τους τον Μάιο του 1914 και να καταφύγουν στην Ελλάδα ακολουθώντας την πορεία Ίντζέκιοϊ - Γάνο – Θεσσαλονίκη.
Το 1920, μετά την προέλαση του ελληνικού στρατού στην Θράκη, επανήλθαν στην πατρίδα τους, αλλά την 12ην Οκτωβρίου 1922 επέστρεψαν μέσω Ραιδεστού στην Θεσσαλονίκη, 85 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Γκιρμίτς (εως το 1928, Κρύα Νερά έως το 1952 Κρυονερι σήμερα) Λαγκαδά, 65 στο Καρα-Ομερλή (εως το 1928, Λοφίσκο σημερα) Λαγκαδά, 37 στο Πουρναρ-Μαχαλά (Μονόλοφο σημερα), στον Λαγκαδά, στα Ν. Μαλγαρα, στα Βασιλικά, στο Καλαμωτό, στην Χρυσαυγή και σε διάφορα άλλα μέρη.

Ο προπάππους και η προγιαγιά του γράφοντος
Αργύρης και Κρουσταλλένια Χουβαρδά. 
Ονοματεπώνυμο πρόσφυγα: Αργύριος Αλέξανδρου Χουβαρδάς
Έτος και τόπος γέννησης:1878 Ιντζέκιοϊ Γανόχωρων Αν. Θράκης
Έτος και τόπος θανάτου:26-07-1956 Κρυονέρι - Σοχού Δήμου Λαγκαδά
Τελευταίο επάγγελμα στην πατρίδα του/της: Αγρότης, τεχνίτης οικοδόμος.
Έτος μετανάστευσης - διωγμού: 12-10-1922

Ονοματεπώνυμο συζύγου πρόσφυγα: Κρουσταλλένια Ιωάννη Μαραγκινού
Έτος και τόπος γέννησης: 1885 Ιντζέκιοϊ Γανόχωρων Αν. Θράκης
Έτος και τόπος θανάτου: 31-12-1952 Κρυονέρι - Σοχού Δήμου Λαγκαδά
Τελευταίο επάγγελμα στην πατρίδα του/της: Αγρότισσα

Ο τελευταίος Ιερεας του Ιντζέκιοι Παπανικολάου Νικόλαος
πέθανε το 1920 στα Βασιλικα.
Ο Ιερέας Λαμπαδαρίδης Κυριάκος
 καταγόμενος απο το Ιντζέκιοι.
Ο Ιερέας Χατζηαναγνωστου Φώτης
γεννημένος στο Ιντζέκιοι.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΙΝΤΖΕΚΙΟΙ




 ΙΝΤΖΕΚΙΩΤΕΣ







Η εγκατάσταση των Ινζεκιωτων στην Ελλάδα, 85 οικογένειες
εγκαταστάθηκαν στο Γκιρμίτς (Κρύα Νερά έως το 1952 Κρυονερι σήμερα)
Λαγκαδά, 65 στο Καρα-Ομερλή (Λοφίσκο) Λαγκαδά, 37 στο Πουρναρ-Μαχαλά (Μονόλοφο), 
στον Λαγκαδά, στα Ν. Μαλγαρα, στα Βασιλικά, στο Καλαμωτό, στην Χρυσαυγή 
και σε διάφορα άλλα μέρη.


Το χωριό Κρυονέρι του Δήμου Λαγκαδά.
Το χωριό Λοφίσκος του Δήμου Λαγκαδά.
Το χωριό  Μονόλοφος του Δήμου Ωραιοκάστρου.



Τα τραγούδια αυτά του Ιντζέκιοϊ (Λεπτοχώρι) Αν. Θράκης έφτασαν στο χωριό μας από τον Χατζηαναγνώστου Κων/νο του Ευστρατίου, σε εμένα δε από την κόρη του Γραμματόγλου Αθηνιώ σύζυγο Δημητρίου.

 
  ΚΥΝΗΓΟΣ

Κυνηγός που κυνηγούσε εις το δάσος μια φορά
έτυχε να συναντήσει μια ερημοεκκλησιά.

Προχωρεί και μπαίνει μέσα με λυπητερή καρδιά.
Βλέπει μια και προσκυνούσε μια μικρή καλογριά.

Καλογριά της λέει ο νέος τ΄ όνομά σου σου ζητώ
ας το μάθω κι ας πεθάνω στο ερημοκλήσι αυτό.

Το όνομά μου δεν στο λέω γιατί θα με λυπηθείς
γιατί εσύ ήσουνα η αιτία καλογριά για να με δεις.

5 και 35 και 50 και 8 αν ρωτάς για τ΄ όνομά μου
τ΄ όνομά μου είναι αυτό.


ΤΑ ΡΑΦΤΑΚΙΑ

Σήμερα τα ραφτάκια δεν έχουνε δουλειά
ωχ δεν έχουνε δουλειά.

Πήραν τα τουφεκάκια και πήγαν για πουλιά
ωχ και πήγαν για πουλιά.

Στο δρόμο που πηγαίναν βρίσκουνε μια μηλιά
ωχ βρίσκουνε μια μηλιά.

Σε μήλα φορτωμένη κι απάνω μια ξανθιά
ωχ κι απάνω μια ξανθιά.

Ξανθιά μ΄ κατέβα κάτω δυο λόγια να σου πω
ωχ δυο λόγια να σου πω.

Δυο λόγια της αγάπης και πίσω να διαβώ
ωχ και πίσω να διαβώ.

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Μάννα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις
πρωί με τη δροσιά συχνά να τα ποτίζεις
μάννα μου γλυκιά.

Αφήνω γειά στη γειτονιά σ΄ όλα τα παλικάρια
μάνα μου γλυκιά σ΄ όλα τα παλικάρια
μάνα μου έχε γεια.

Αφήνω και στη μάνα μου τρία γυαλιά φαρμάκι
μάνα μου γλυκιά τρία γυαλιά φαρμάκι
μάνα μου έχε γεια.

Τόνα να πίνει το πρωί τ’άλλο το μεσημέρι
μάνα μου γλυκιά τ’άλλο το μεσημέρι
μάνα μου έχε γεια.

Το τρίτο το φαρμακερό να πίνει όταν κοιμάται
μάνα μου γλυκιά να πίνει όταν κοιμάται
μάνα μου έχε γεια.


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ


Από το βιβλίο
«Ιστορία της γενέτειράς μου, του χωριού Ιντζέκιοϊ» του Γεώργιου Ι. Γιαννακάκη.
Την ημέρα του Ευαγγελισμού, 25 Μαρτίου, το φυτρωμένο σιτάρι, που καθ' όλον το
χειμώνα είναι ανυψωμένο μια σπιθαμή, αποτείνεται προς τη μητέρα του Γη και την
αποχαιρετά. Σύμφωνα με την παροιμία, ο διάλογος μεταξύ σιταριού και γης κατά τη στιγμή του αποχωρισμού έχει ως εξής:

Το σιτάρι λέει :
 Σ' αφήνω γειά μαννούλα μου!
Η Γή ρωτά :
Παιδί μου, πού θα πάς;
Το σιτάρι απαντά :
Θα πάω να με φάνε, εκείνοι που θα φας!

Ο παραπάνω διάλογος υπαινίσσεται τη συνεχή εναλλαγή της ύλης, χωρίς να
χάνεται τίποτα. Το σιτάρι μεγαλώνει και ωριμάζει τρεφόμενο από τη γή, αυτό τρώνε
οι άνθρωποι, αλλά στο τέλος και αυτοί γίνονται πάλι χώμα.