“Ευτυχώς τα όνειρα θυμούνται, πως πατρίδα είναι εκεί, που χει ρίζες η καρδιά.”
Το ιστολόγιο αυτό είναι, αφιερωμένο στο Κρυονέρι, την γενέθλια γη των απανταχού Κρυονερίτων…






Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Η ζωή και ο θάνατος του Γεωργίου Κουζούμη


 Ο Κουζούμης Γιώργος
με την σύζυγο του  Φωτεινή.




Σε στίχους που έγραψε
ο άνδρας της αδερφής του Ευδοξίας, Δημήτριος Σαρρηδεμερτζής
βασισμένος στα πραγματικά, γεγονότα της ζωής του Γεωργίου Κουζούμη,
μέχρι και τον μοιραίο, πρόωρο θάνατό του, στην ξενιτιά, στην μακρινή Μελβούρνη της Αυστραλίας.



 

Στην πόλη με επήγανε
Με το λεωφορείο,
Πήγανε και με κλείσανε
Μες στ΄ ορφανοτροφείο.

Την μάνα μου σκεπτόμουνα
Πως το κανε σε μένα;
Μέσα σε τόσα στόματα
Ας είχε ακόμα ένα.

Παιδάκια γύρω μου πολλά
Απ΄ όλη την Ελλάδα.
Εγώ πάντα σκεπτόμουνα
Κάπου να δω τη μάνα!!!

Ήταν εκεί μια χωριανή
Πολύ καλή κυρούλα.
Την έβλεπα μες΄  στην αυλή,
Τη φώναζα «μανούλα».

Μεγάλωσα και σκέφτηκα
Στο κόσμο αυτό να ζήσω
στην Αυστραλία έφυγα,
λεφτά για ν΄ αποκτήσω.

Να κάνω οικογένεια
Ήρθε και η σειρά μου
Κι όλο κρυφοκαμάρωνα
Γυναίκα και παιδιά μου.

Όμως δε βάσταξε πολύ
Αυτή μου η ευτυχία.
Ήρθε με βρήκε μια πληγή
Εκεί στην Αυστραλία!!!

Με σάρωσε απότομα
Προτού να αντιδράσω.
Το΄ παν γιατροί ξεκάθαρα
Τον κόσμο πως θα χάσω!!!

Τα ψέματα τελειώσανε,
Ήρθε η μαύρη ώρα,
Τα μάτια μου θολώνανε,
Έφευγα απ΄ ώρα, σ΄ ώρα.

Μάνα ο χάρος την ψυχή
Έρχεται να μου πάρει,
Για να την πάρει εκδρομή
Στου Άδη το σκοτάδι.

Ας ειν΄ καλά τ΄ αδέρφια μου
Και τ΄ άλλα τα παιδιά σου.
Εμένα βγάλε με απ΄ το νου
Τ΄ άλλα να ΄ χεις κοντά σου.

Έτσι το΄ θελε η μοίρα
Και της τύχης το γραφτό,
Να θαφτώ στην Αυστραλία
Και μανούλα να μη δω.

-  Μας βλέπεις και δε μας μιλάς
Γλυκό μας παλικάρι.
- Πικράθηκα  γιατί βιάστηκε πολύ
ο χάρος να με πάρει.

Μαρμάρωσε το σώμα μου,
Πάγωσε η καρδιά μου,
Σβήσανε τα ματάκια μου,
Χάθηκε η λαλιά μου.

Της μάνας μόνο την μαγιά
Του σώματός μου πήρα
Από΄ κει και πέρα, εδώ και κει
Με χτύπαγε η μοίρα.

Μικρούλης ξενιτεύτηκα
Να φτιάξω τη ζωή μου,
Μα ήρθε ο χάρος αδίστακτα
Και πήρε την ψυχή μου.

Του ουρανού τα δάκρυα
Το πρόσωπό μου βρέχουν,
Του ήλιου ακτίνες μ΄ ευλάβεια
Να το στεγνώσουν θέλουν.

Ο χάρος το βαλε στο νου
Τα νιάτα μου να πάρει.
Του ζήτησα αναβολή,
Δε μου κανε τη χάρη.

Θεούλης τ΄ αποφάσισε να πιω
Το φαρμακερό ποτήρι.
Δεν μπόρεσα να τ΄ αρνηθώ
Του΄ κανα το χατίρι.

Μάνα, αν ήξερες που βάλανε
το άτυχο παιδί σου,
ο πόνος θα΄ τανε διπλός
και μαύρη η ψυχή σου.

Μάνα, το χώμα είναι βαρύ
Αυτό που με σκεπάζει.
Κι όποιος περάσει και με δει
Βαριά αναστενάζει.

Στα ξένα ήτανε γραφτό,
Ο άμοιρος να πεθάνω.
Το δάκρυ σου, μάνα, δεν έπεσε
Στον τάφο μου επάνω.

Του Άδη τα σκαλιά κατέβαινα,
Τα πόδια μου να σέρνω,
Τα μάτια μείναν ανοιχτά,
Μάνα, να σε προσμένω.

Πατέρα δεν εγνώρισα
Κι έζησα στην ορφάνια,
Δεν είδα να τον πηγαίνουνε
Με δάφνες, με στεφάνια.

Μανούλα, τον μπαμπάκα μου
Ψάχνω μήπως γνωρίσω,
Στο χάος του Άδη το άπειρο
Να τον γλυκοφιλήσω.

Γλυκά παιδιά μου ορφανά,
Μέσα απ΄ την καρδιά μου
Εύχομε να μη γνωρίσετε
Τα πάθη τα δικά μου.

Γερά να΄ σαστε παιδάκια μου΄
Ποτέ να μην πονάτε.
Διαβάζοντας το γράμμα αυτό
Πάντα να με θυμάστε.

Από το μνήμα το βαθύ,  Θεέ,
Παράκλησης σου κάνω
Τα ορφανά μου παιδιά προστάτευσε
Εις τον ντουνιά επάνω.

Μάνα, αδέρφια, συγγενείς
Στην εκκλησιά που πάτε
Ένα κερί ν΄ ανάβετε
Στον Γιώργο, μην ξεχνάτε.

Δεν ξέρω αν σας κούρασα
Με τα παράπονά μου,
Μα ήταν λίγες οι χαρές,
Πολλά τα βάσανά μου.