Άρθρο της εφημερίδας "Το Κρυονέρι" του Λαογραφικού Μορφωτικού Συλλόγου Κρυονεριτών φύλλο 2ο Οκτώβριος 2006.
«Οι μαγικές βέργες του αδερφού μου»
της Ζυρράνας Ζατέλη
Η γοητεία από «Τις μαγικές βέργες του αδελφού μου»
Ο παραπάνω τίτλος ανήκει στο πρόσφατο (2006) και εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη (φιλολογικό όνομα της Α. Καρακόλη ) που γεννήθηκε το 1951 στο Σοχό και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα μας στη δεκαετία του 1980 με συλλογές διηγημάτων. Αργότερα (1993) έγινε πιο γνωστή με το μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες μυθιστόρημα της « Και με το φως του λύκου επανέρχονται »
Οι ξυλόγλυπτες βέργες του αδερφού της Χρήστου της δίνουν το ερέθισμα να ανασύρει μνήμες που διαπλέκονται με όνειρα και φαντασιώσεις από την παιδική της ηλικία (δεκαετία ’50 ) στην επαρχία αυτή της Θεσσαλονίκης. Γίνονται αναφορές στη ζωή της οικογένειας στο Σοχό, στον πρώτο κινηματογράφο που είχε ανοίξει ο πατέρας τους στην περιοχή, στα μυστικά και τις λεπτομέρειες των περίτεχνων βεργών΄ των μικρών αυτών έργων τέχνης που με τα σκαλίσματα τους (γεωμετρικά σχήματα, φιδάκια, μάσκες κλπ ) αποκτούσαν για τα παιδιά και τους εφήβους της ευρύτερης περιοχής μιαν αρχέτυπη, τελετουργική - συμβολική διάσταση. Τα «μαγγόπαιδα» του χωριού, κατά την προσφιλή Παπαδιαμάντεια έκφραση, αποκτούσαν μ’ αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα να δείξουν το «αντριλίκι» τους και να εισπράξουν μιαν απόδειξη της δεξιοσύνης τους στο βλέμμα και το χαμόγελο των κοριτσιών.
Ας μου επιτραπεί και μια προσωπική κατάθεση. Έχοντας κατοικία στο γειτονικό χωριό, το Κρυονέρι, και επισκεπτόμενος συχνά το Σοχό, άρχισα σιγά-σιγά και ανεπαίσθητος - μια κατά τα άλλα συνηθισμένη ελληνική επαρχία – να τη νιώθω διαφορετικά να προσπαθώ να ανασύρω το σύγχρονο πέπλο και να ανιχνεύω μνήμες και ευαισθησίες που μου έφερε στο κατώφλι του νου η ανάγνωση του μικρού αυτού αφηγήματος. Ίσως έτσι να εξηγείται και η μαγεία της γραφής της Ζ.Ζ., γυναίκας που από «μοιραία κλίση έγινε συγγραφέας», για να μας παρασέρνει σε μια βαθύτερη θέαση του μικρόκοσμού μας.
Θα ήθελα κλείνοντας να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, όπως γοητευτικά αφηγείται ο Χ. Καρακόλης στην αδελφή του Άννα, που θα θυμίσουν «οικεία καλά» και σε πολλούς παλιότερους Κρυονερίτες: Το βουνό που τους σκεπάζει, οι ρεματιές και τα δέντρα του τους είναι εξάλλου τόσο γνώριμα και έχουν ξοδέψει και αυτοί πιθανόν ως νέοι πολύ χρόνο και μεράκι με τα σουγιαδάκια τους, για να φιλοτεχνήσουν τις δικές τους μαγικές βέργες.
«Η καλύτερη εποχή για να μαζευτούν οι βέργες είναι βέβαια το φθινόπωρο, μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, μα ειδικά για την κρανιά πολύ νωρίτερα, ως τα τέλη Νοεμβρίου, διότι ανθίζει πιο μπροστά και από την αμυγδαλιά, ανεβάζει χυμούς το καταχείμωνο. Εμάς μας ενδιαφέρει να είναι σε ύπνωση το δένδρο, όταν παίρνουμε τις βέργες του, να μην αναπτύσσεται, να έχει κατεβασμένα τα νερά του.»
«Η καλύτερη ηλικία του κλαδιού είναι τρία ως έξι έτη, ώστε ο φλοιός να μην έχει σκασίματα. Το πάχος του φλοιού ένα ως δύο χιλιοστά για να αποσπάται καθαρά από τον ξυλώδη ιστό… την ιδιότητα αυτή την έχουν τα κλαδιά λίγων δένδρων. Πρώτη και καλύτερη η κρανιά, που δίνει και την πιο γερή, την πιο ανθεκτική βέργα (τα τόξα στην αρχαιότητα τα έκαναν από κρανιά), ακολουθεί ο μέλιος, που δίνει τις πιο ίσιες βέργες ( από μελιο στην αρχαιότητα ήταν τα ακόντια και οι σάρισες των Μακεδόνων), μετά η τσιποκρανιά, ο σφένδαμος, η κοκκινόφυλλη δαμασκηνιά…»
‘Το κέντημα της βέργας δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση αλλά και το ψάξιμο του ίσιου κλαδιού δεν πάει πίσω… Όσο για την περίφημη διορία που του δίνουν, ο χρόνος δεν μετριέται από τη στιγμή που θα τις κόψει από το δένδρο… αλλά αφ’ ης στιγμής κάνει επάνω στο φλοιό της την πρώτη χαρακιά, οπότε μπαίνει μπρος και η διαδικασία της στέγνωσης… Δυστυχώς το να τις κεντήσω σημαίνει πως τις πληγώνω κιόλας, δεν γίνεται αλλιώς (και τα δάκτυλα του περιέτρεξαν και θώπευσαν ολόκληρη τη βέργα μ’ έναν τρόπο που ούτε να περιγράψω δύναμαι ούτε να ξεχάσω’.
Σπύρος Μπολέτσης