“Ευτυχώς τα όνειρα θυμούνται, πως πατρίδα είναι εκεί, που χει ρίζες η καρδιά.”
Το ιστολόγιο αυτό είναι, αφιερωμένο στο Κρυονέρι, την γενέθλια γη των απανταχού Κρυονερίτων…






Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΙΔΕΡΑΔΙΚΟ - ΠΕΤΑΛΩΤΗΡΙΟ "ΣΑΒΒΑ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΗ"

.

Άρθρο της εφημερίδας "Το Κρυονερι"
Γράφει η Συλβάνα Καρασαββίδου.
Ο Σάββας Καρασαββίδης μέσα από τη θύμηση
της κόρης του Συλβάνας Καρασαββίδου

 

Σάββας Καρασαββίδης αγρότης όπως σιδεράς και πεταλωτής στο Κρυονέρι Σοχού. Γιος σιδερά γεννήθηκε το 1914 και έζησε στο Κρυονέρι μέχρι το τέλος της ζωής του το1983. Το χωριό του το αγάπησε όσο λίγοι και αντιστάθηκε σθεναρά στις εκάστοτε προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες που του δόθηκαν να εγκαταλείψει το Κρυονέρι για μια "καλύτερη τύχη".
Αν ζούσε σήμερα και είχε την υποχρέωση να επιλέξει κάποιο από τα παραπάνω επαγγέλματα, δεν είναι βέβαιο πιο θα διάλεγε ως το βασικό του επάγγελμα. Ίσως όλα, αφού το ένα ήταν συμπληρωματικό του άλλου, και τα τρία μαζί στήριζαν την οικονομία του τόπου του. -Αγαπούσε τη γη την οποία καλλιεργούσε με μεράκι. -Συγχρόνως όμως κατασκεύαζε τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσε, για να δαμάσει την άγονη γη του, όπως το αλέτρι την τσάπα το υνί, αλλά και τα οικιακά εργαλεία. -Όμως φρόντιζε και το άσπρο του άλογο να μη μένει απετάλωτο και μάλιστα ο ίδιος κατασκεύαζε τα πέταλα του. Το αγαπημένο του άλογο ήταν ο βασικός του συνεργάτης, είτε ως μέσο μεταφοράς, είτε ζεμένο για να οργώσει το χωράφι του και το οποίο συχνά καβαλούσε για να πάει στο κυνήγι.
-Το κυνήγι ήταν το αγαπημένο του σπορ, αλλά και μέσο εξασφάλισης τροφής. Κατατάσσονταν δε στην ομάδα των πιο έμπειρων και ικανών κυνηγών που συχνά οι νεώτεροι τον συμβουλεύονταν για την τέχνη του κυνηγιού, που και αυτός με τη σειρά του, τους περιέγραφε τις επιτυχίες του, πράγμα που του άρεσε ιδιαίτερα. Οι ικανότητές του και τα ταλέντα του δεν ήταν κάτι που τα κρατούσε μόνο για τον εαυτό του αλλά ήταν ο αγαπημένος σιδεράς και πεταλωτής όλου του χωριού και όχι μόνο. Πολύ συχνά αγρότες και από τα διπλανά χωριά τον επισκέπτονταν για να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του, είτε για να κατασκευάσουν ή διορθώσουν κάποιο αγροτικό ή οικιακό εργαλείο είτε για να πεταλώσουν τα ζώα τους, πράγμα που τον κούραζε, όμως τον κολάκευε συγχρόνως, γιατί τον θεωρούσαν πολύ καλό τεχνίτη. Δεν υπήρχε ωράριο εργασίας, αφού οι αργίες ήταν οι μέρες που αυτός έπρεπε να δουλεύει σκληρά για πολλές ώρες προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες των
πελατών του, οι οποίοι έπρεπε να έχουν πεταλωμένα τα ζώα τους, έτοιμα τα αλέτρια για τις αγροτικές τους καλλιέργειες κατά τις εργάσιμες μέρες. Επιπλέον τις μέρες των αργιών ήταν βέβαιο πως θα τον έβρισκαν στο σιδεράδικο του, το οποίο με το χρόνο έγινε αναπόσπαστο μέρος της ζωής του. Ο δρόμος μπροστά από το σιδεράδικο τις περισσότερες Κυριακές ήταν κατακλεισμένος από τα άλογα και τις αγελάδες που με υπομονή μαζί με τα αφεντικά τους περίμεναν τη σειρά τους να πεταλωθούν, αλλά και από τα αγροτικά εργαλεία, όπως αλέτρια,
τσάπες, κασμάδες κ.α, ήταν αραδιασμένα στον τοίχο του σιδεράδικού, ενώ οι ιδιοκτήτες τους καθισμένοι στο ξύλινο παγκάκι έξω από το μαγαζί συζητούσαν για τα τεκταινόμενα στο χωριό. Οι κυριακάτικες αυτές συναθροίσεις στο σιδεράδικο αποτελούσαν κοινωνικό γεγονός για το χωριό. Οι συγχωριανοί παρ όλο που πήγαιναν για δουλειά συνήθως φορούσαν τα καλά τους τις Κυριακές. Το σιδεράδικο του μπάρμπα-Σάββα όπως τον αποκαλούσαν ήταν πετρόχτιστο, με πέτρες που ο ίδιος κουβάλησε και έχτισε μόνος, δίπλα στο σπίτι του και το οποίο ακόμη διασώζεται, παρ όλο το σεισμό του 1978. Το σιδεράδικο ήταν ο μόνος χώρος στο χωριό, που εκτός των ενηλίκων και για τα παιδιά του χωριού είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια και τις μέρες που δούλευε είτε από περιέργεια, είτε από πραγματικό ενδιαφέρον παρακολουθούσαν με θαυμασμό τα επιδέξια χέρια του πως μεταμόρφωναν την άμορφη μάζα του μέταλλου σε χρήσιμα εργαλεία ή έδιναν τη δυνατότητα στα ζώα του χωριού να φορούν πέταλα για να μη πληγώνονται τα πόδια τους. Συχνά όμως είχε και μαθητευόμενους, αφού η τέχνη του σιδερά μεταδίδονταν μέσα από την πρακτική άσκηση. Πολλοί θα θυμούνται για παράδειγμα τον Παναγιώτη από το Βερτίσκο που κοντά στον μπάρμπα-Σάββα έγινε στη συνέχεια ένας ισάξιος σιδεράς. Όμως ο πλέον βασικός συνεργάτης στο σιδεράδικο, που κανείς δεν μπορεί να λησμονήσει , ήταν η σύντροφός του σιδερά η κυρά-Μαγδαληνή, μια εξαιρετικά κοινωνική γυναίκα, που με το χρόνο είχαν δυναμώσει τόσο τα χέρια της στο να χτυπάει την βαργιοπούλα με τέχνη αλλά και συντονισμένα, ώστε το πυρωμένο σίδερο που έβγαινε μέσα από τη φωτιά να παίρνει τη μορφή που ήταν προορισμένο να πάρει.
Όμως και η κόρη του μπάρμπαΣάββα είχε εκπαιδευτεί στο να τραβάει το χερούλι της δερμάτινης φυσούνας ρυθμικά, για να διατηρεί τη φωτιά σε εγρήγορση. Αυτή η διαδικασία παρ όλη τη μονοτονία της, με το συνεχές ανεβοκατέβασμα του χεριού, έμοιαζε με παιχνίδι, αλλά και έδινε την ευχαρίστηση της προσφοράς. Ο μπάρμπα-Σάββας δεν δέχονταν παζάρια στην αμοιβή του, μια και θεωρούσε πως η ποιότητα της δουλειάς του ήταν αναμφισβήτητη, αλλά και οι τιμές του λογικές. Όμως το τεφτέρι για τα βερεσέδια ήταν πάντα γεμάτο και σ αυτό έδειχνε κατανόηση, αφού οι οικονομικές δυνατότητες των συγχωριανών του ήταν περιορισμένες. Ο μπάρμπα-Σάββας ήταν ένας γλυκός και περήφανος άνθρωπος, που η ζωή του συνδέθηκε με την ιστορία του χωριού του, και ο οποίος συνέχισε να δουλεύει μέχρι που η όρασή του μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό, παρ όλο που η ηλικία του δεν ήταν αρκετά μεγάλη, αφήνοντας το αγαπημένο του σιδεράδικο στις νεώτερες γενιές, που παραμένει χωρίς καμία παρέμβαση όπως τότε, για να θυμούνται και να γνωρίζουν την τοπική τους ιστορία.